- εὐπαρύφως
- εὐπάρυφοςwith a fine purple borderadverbialεὐπάρυφοςwith a fine purple bordermasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπάρυφος — εὐπάρυφος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που φορεί φόρεμα με ωραία πορφυρή παρυφή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐπάρυφος το ωραίο ένδυμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ εὐπάρυφα τα πολυτελή ενδύματα με εξαιρετική ύφανση που φορούσαν οι πλούσιοι, οι άρχοντες 4. μτφ. πλούσιος,… … Dictionary of Greek